- δέφω
- (AM δέφω)νεοελλ.κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώαρχ.1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι, χειρομαλάσσω2. μαλάσσω το αιδοίο, αυνανίζομαι («ἀλλ' οὐδεμίαν ἄλλην ἑταίραν εἶδέ τις αὐτῶν, ἑαυτοὺς δ' ἔδεφον ἐνιαυτοὺς δέκα»)3. μέσ. δέφομαιαυνανίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Παράλληλα προς το δέφω ο ενεστωτικός τ. δέψω είναι παρεκτεταμένος με -σ- (πρβλ. έψω), ενώ το λατ. depso θεωρείται δάνεια λ. από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.